- χηνάγριον
- χηνάγριον, τό,A young wild goose, POxy.1923.22 (v/vi A. D.).2 a woman's ornament, PLond.ined.2199 (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χηνάγριον — τὸ, Α 1. μικρή άγρια χήνα 2. ονομασία γυναικείου κοσμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός, μέσω ενός αμάρτυρου *χήναγρος (< χήν + ἀγρός, πρβλ. ἵππ αγρος, σύ αγρος)] … Dictionary of Greek